- κατάχριστος
- κατάχριστοςfor use as ointmentsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάχριστος — κατάχριστος, ον (AM) [καταχρίω] αυτός που χρησιμοποιείται ως αλοιφή, για επάλειψη … Dictionary of Greek
κατάχριστον — κατάχριστος for use as ointments masc/fem acc sg κατάχριστος for use as ointments neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρίστοις — κατάχριστος for use as ointments masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρίστου — κατάχριστος for use as ointments masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάχριστα — κατάχριστος for use as ointments neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάχριστοι — κατάχριστος for use as ointments masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)